σμινύη

σμινύη
ή Α
δικέλλι, τσάπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smei- «σμιλεύω» και εμφανίζει επίθημα -νυ- (πρβλ. λιγ-νύ-ς) και κατάλ. -η / - (πρβλ. οστρύ-η, σιπύ-η). Το -ι- τού τ. σμινύη είναι βραχύ, γεγονός που διευκολύνει την αναγωγή τής λ. στη ρίζα αυτή, χωρίς να είναι αναγκαία η θεώρηση τής διφθόγγου τής ρίζας ως μακράς (βλ. λ. σμίλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμινύη — two pronged hoe fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμινύῃ — σμινύη two pronged hoe fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμινύαις — σμινύη two pronged hoe fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμινύην — σμινύη two pronged hoe fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμινύης — σμινύη two pronged hoe fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμινύῃσιν — σμινύη two pronged hoe fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμινύδιον — τὸ, Α [σμινύη] υποκορ. τού σμινύη* …   Dictionary of Greek

  • σμινύας — σμινύᾱς , σμινύη two pronged hoe fem acc pl σμινύᾱς , σμινύη two pronged hoe fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμίλη — Κοπτικό εργαλείο, γενικά κατάλληλο για την κατεργασία ξύλου, μετάλλων και λίθων. Αποτελείται από μια χαλύβδινη ράβδο ορθογωνικής διατομής με στρογγυλεμένες ακμές, το ένα άκρο της οποίας έχει σχήμα κοπτικής αιχμής. Χρησιμοποιείται με κρούση στο… …   Dictionary of Greek

  • σμίνυον — τὸ, Α πιθ. υποκορ. τού σμινύη* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”